- προορισθέντες
- предопределенные
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
προορισθέντες — προορίζω determine beforehand aor part pass masc nom/voc pl προορισθέντες , προορίζω determine beforehand aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)